μικιχίζομαι

μικιχίζομαι
μικιχίζομαι και λακωνικός τ. μικκιχίδδομαι (Α)
(στη Σπάρτη) (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) «μικιχιζόμενος» — αγόρι που βρίσκεται στο τρίτο έτος τής ηλικίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *μίκκιχος (< μικκός + επίθημα -ίχος, πρβλ. οσσ-ίχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικίζομαι — (Α) μικιχίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μικ τού μικρός (πρβλ. μικκός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”